ανάκλιση

ανάκλιση
η
1) разгибание, распрямление (спины, корпуса); 2) закидывание, запрокидывание (головы); 3) лежание растянувшись; 4) приподнимание (лежащего)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ανάκλιση" в других словарях:

  • ανάκλιση — η (Α ἀνάκλισις) [ἀνακλίνω] 1. κλίση προς τα πίσω, ξάπλωμα, πλάγιασμα 2. νεοελλ. ανασήκωμα 3. (Ψυχολ.) η πλήρης συναισθηματική εξάρτηση τού βρέφους από τη μητέρα ή την τροφό. Η στέρηση τής συναισθηματικής προσφοράς τών ατόμων αυτών (νοσοκομεία,… …   Dictionary of Greek

  • ανακλίνω — (Α ἀνακλίνω) 1. κλίνω προς τα πίσω, γέρνω 2. ανασηκώνω 3. μεσ. γέρνω, ξαπλώνω, πλαγιάζω (στα μσν. και ενεργ.) αρχ. 1. στηρίζω επάνω, ακουμπώ 2. στρέφω προς τα άνω, υψώνω 3. καθίζω κάποιον στο τραπέζι 4. (για πόρτα) σπρώχνω προς τα πίσω, ανοίγω 5 …   Dictionary of Greek

  • εμπροσθότονος — η, ο (Μ ἐμπροσθότονος, ον) αυτός που πάσχει από εμπροσθοτονία, που έχει ανάκλιση και καμπύλωση τού σώματος προς τα εμπρός («εμπροσθότονος καμπύλη» σύσπαση τών καμπτήρων μυών τού κορμού, στην οποία το σώμα κάμπτεται προς τα εμπρός) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»